- κοντομαχώ
- κοντομαχώ (Μ)αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek